Όρνιθες

Όρνιθες
Κωμωδία του Αριστοφάνη που παρουσιάστηκε το 414 στα Διονύσια, χαρίζοντας στον δημιουργό της το δεύτερο βραβείο. Το έργο πραγματεύεται τη φυγή δυο ανθρώπων από την τυραννία του κόσμου στο βασίλειο του παραμυθιού και συνενώνει την πιο τολμηρή φαντασία με την πιο ανάερη ποίηση. Η υπόθεση αναλυτικά είναι η εξής: δύο Αθηναίοι φίλοι, ο συνετός Πισθέταιρος και ο βωμολόχος Ευελπίδης ζητούν πληροφορίες από τον τσαλαπετεινό (βασιλιάς Τηρέας) για κάποια πόλη, όπου να μπορεί κανείς να ζήσει ήσυχα και ειρηνικά. Επειδή δεν βρίσκουν αρεστή λύση, ο Πισθέταιρος προτείνει να ιδρύσουν τα ίδια τα πουλιά στο εναέριο μεσοδιάστημα μια πόλη, που θα έκανε τους θεούς να λιμοκτονήσουν και να γίνουν βολικοί. Στην εισαγωγή λοιπόν εμφανίζονται οι δύο φίλοι να πετούν μέσα από το δάσος καβαλικεμένοι ο ένας στην κουρούνα και ο άλλος στην καλιακούδα, με την ουσιαστική δικαιολογία ότι μεταναστεύουν επειδή βαρέθηκαν τη δικομανία των Αθηναίων και τίποτε άλλο. Πριν από την παράβαση γίνεται αγώνας, γιατί ο χορός των πουλιών θεωρεί εχθρούς του τους δύο ανθρώπους ενώ τον τσαλαπετεινό τον ονομάζει προδότη, και μόνο ύστερα από μεγάλο διάλογο ο Πισθέταιρος τα κερδίζει για το σχέδιο, να δοθεί η κυριαρχία του κόσμου πίσω στα πουλιά. Στη συνέχεια γίνεται η μεταμόρφωση των δύο φίλων σε πουλιά και ακολουθεί το ονομάτισμα της πόλης ως Νεφελοκοκκυγία (= κατοικία των κούκων στα σύννεφα), το χτίσιμο των διαχωριστικών τειχών ανάμεσα στη Γη και στον Ουρανό και ετοιμάζεται η θυσία για την ίδρυση της πόλης. Εδώ εμφανίζονται διάφοροι παρασιτικοί πολίτες που συγυρίζονται σε μια σειρά επεισοδίων και έρχεται η σειρά των θεών. Η Ίρις αιχμαλωτίστηκε καθώς πετούσε από το βασίλειο των πουλιών και στάλθηκε στον Δία, αφού της είπαν την καινούργια κατάσταση. Τελευταίος σχεδόν φτάνει ο δολοπλόκος Προμηθέας, για να πληροφορήσει τον Πισθέταιρο πόση στενοχώρια προκαλεί στους θεούς ο αποκλεισμός τους εξαιτίας του κράτους των πουλιών. Στην παρέα είναι ακόμα ο διπλωμάτης Ποσειδών, ο φοβερός φαγάς Ηρακλής και ο αγροίκος Τριβαλλός, εκπρόσωπος των βαρβαρικών θεών. Μετά τις διαπραγματεύσεις αποφασίζεται ότι ο Δίας πρέπει να παραχωρήσει τη Βασίλεια, την προσωποποίηση της κυριαρχίας του κόσμου, και το έργο τελειώνει με τη γαμήλια ένωση του Πισθέταιρου και της ουράνιας θεάς. Από την παράσταση «Όρνιθες» με τον Θύμιο Καρακατσάνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὄρνιθες — ὄρνις ara masc/fem nom/voc pl ὄρνις ara masc/fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στυμφαλίδες όρνιθες — Τερατώδη πουλιά της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, που ζούσαν στη λίμνη Στυμφαλία. Τίναζαν με φοβερή δύναμη τα φτερά τους σαν βέλη, κατάστρεφαν και μόλυναν τους καρπούς και τα φυτά και τρέφονταν με ανθρώπινες σάρκες, που κατασπάραζαν στις πυκνές… …   Dictionary of Greek

  • ὦρνιθες — ὄρνιθες , ὄρνις ara masc/fem nom/voc pl ὄρνιθες , ὄρνις ara masc/fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ORNEOSOPHION — nomen libri, iussu Michaelis Imperatoris Constantinopolitani, de Avibus conscripti, cuius meminit Bochart. Hieroz. Part. poster. l. 6. c. 3. ubi de Exypterio. A voce Ο῎ρνις: quae cum Homero et Hesiodo nihil quidquam sit, quam avis in genere,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Птицы (комедия) — У этого термина существуют и другие значения, см. Птицы (значения). Птицы Ὄρνιθες Жанр: комедия Автор: Аристофан Язык оригинала: древне …   Википедия

  • Ορνιθοπόλεμος — Ονομάστηκε έτσι η αναταραχή που είχε σημειωθεί στην Κρήτη, και ιδιαίτερα στα Σφακιά, όταν οι Βενετσιάνοι, κυρίαρχοι τότε στο νησί, καθιέρωσαν ειδικό φόρο στις όρνιθες κατά κεφαλή. Η αναταραχή οδήγησε σε σοβαρές πολεμικές επιχειρήσεις των… …   Dictionary of Greek

  • ευνάζω — εὐνάζω (Α) [ευνή] 1. τοποθετώ κάποιον σε ένα μέρος για ενέδρα («ἔνθα σ ἐγών... εὐνάσω ἑξείης», Ομ. Οδ.) 2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι, βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω 3. (για ζώα) βάζω το νεογνό στη φωλιά 4. μτφ. (για θάνατο) καταρρίπτω,… …   Dictionary of Greek

  • ηθάς — ἠθάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) [ήθος] 1. (με γεν. και σπαν. με δοτ.) ο συνηθισμένος σε ένα πράγμα, γνώστης, εξοικειωμένος με κάτι («ἠθάς εἰμί πως τῶν τῆσδε μύθων», Σοφ.) 2. (απολ.) συνήθης, οικείος («τῶν γὰρ ἠθάδων φίλων νέοι... εὐπιθέστεροι», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθώνας — ο (Α ὀρνιθών) τόπος όπου κοιμούνται οι όρνιθες, το κοτέτσι νεοελλ. (κατ επέκτ.) ο περιφραγμένος χώρος στον οποίο ζουν και βόσκουν οι όρνιθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + κατάλ. ών(ας), πρβλ. αμπελ ώνας] …   Dictionary of Greek

  • στυμφαλίς — η, ΝΑ (στον πληθ. ως κύριο όν. και σε συνεκφορά με τη λ. ὄρνιθες) Στυμφαλίδες όρνιθες μυθ. μυθικά τερατώδη αρπακτικά πτηνά με φτερά από σίδερο που τρέφονταν με ανθρώπινες σάρκες και ζούσαν στη λίμνη Στυμφαλίδα και τα οποία έδιωξε ή σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”